κηλητης

κηλητης
    I.
    κηλητής
    -οῦ ὅ очарователь, соблазнитель
    

(Timon ap. Diog.L. - v. l. ληκητής)

    II.
    κηλήτης
    -ου ὅ страдающий грыжей Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κηλητης" в других словарях:

  • κηλήτης — κηλήτης, αττ. τ. καλήτης, ὁ (Α) [κήλη] αυτός που πάσχει από κήλη («καὶ ἐκάλουν ἀλλήλους οὐκ ἀπὸ τῶν ὀνομάτων, ἀλλ ἀπὸ τῶν ἀτυχημάτων, ὁ χωλός, ὁ κηλήτης, ὁ ἀριστερόχειρ, ὁ παραβλώψ», Συνέσ.) …   Dictionary of Greek

  • κηλητής — κηλητής, ὁ (Α) [κηλώ] αυτός που θέλγει, που μαγεύει, ιδίως με άσμα ή λόγο …   Dictionary of Greek

  • κηλήτης — one who is ruptured masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηλητῶν — κηλήτης one who is ruptured masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηλήτου — κηλήτης one who is ruptured masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηλήτας — κηλήτᾱς , κηλήτης one who is ruptured masc acc pl κηλήτᾱς , κηλήτης one who is ruptured masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …   Dictionary of Greek

  • κηλήτωρ — κηλήτωρ, ορος, ὁ (Α) κηλητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα ήτωρ (πρβλ. κοσμ ήτωρ)] …   Dictionary of Greek

  • κηλητικός — κηλητικός, ή, όν (Α) [κηλητής] αυτός που θέλγει, που ευφραίνει, θελκτικός («τὸ κηλητικὸν τῆς ἐπιστήμης», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

  • κηλικτάς — κηλικτάς, ᾱ, ὁ (Α) κηλητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κηλίζω < κηλῶ «μαγεύω»] …   Dictionary of Greek

  • κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»